ἐκτρέπονται

ἐκτρέπονται
ἐκτρέπω
turn out of the course
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυκλώνας — Σύστημα που συνδυάζει χαμηλές πιέσεις και ισχυρούς ανέμους. Αντίθετης μορφής είναι οι καλούμενοι αντικυκλώνες ή υφέσεις, που αποτελούνται από υψηλές πιέσεις και ανέμους σχετικά μικρής έντασης. Οι κ. αποτελούν μια βίαιη ατμοσφαιρική διατάραξη… …   Dictionary of Greek

  • αεροτροπία ή αεροτροπισμός — Φαινόμενο που αποτελεί μερική περίπτωση χημειοτροπισμού. Πρόκειται για μια χαρακτηριστική ιδιότητα που παρουσιάζουν τα φυτικά όργανα όταν βρίσκονται σε ανάπτυξη. Αυτά εκτρέπονται από τη διεύθυνση της αύξησής τους, όταν εκτεθούν στην επίδραση του… …   Dictionary of Greek

  • ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

  • δυσάντητος — δυσάντητος, ον (AM) 1. αυτός που η συνάντηση μαζί του είναι δυσάρεστη ή δυσοίωνη («ἑτέραν ἐκτρέπονται, δυσάντητον καὶ ἀποτρόπαιον θέαμα ὄψεσθαι ὑπολαμβάνοντες» αλλάζουν δρόμο γιατί νομίζουν ότι θα δουν θέαμα αποτρόπαιο και δυσοίωνο [που η… …   Dictionary of Greek

  • περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… …   Dictionary of Greek

  • πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… …   Dictionary of Greek

  • τριχόρριζα — η, Ν ιατρ. βλάβη τών βλεφαρίδων κατά την οποία αυτές εκτρέπονται από την κανονική τους διεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (II) + ρίζα] …   Dictionary of Greek

  • αληγείς — Άνεμοι σταθεροί που πνέουν στην επιφάνεια της Γης από τις ζώνες των τροπικών, οι οποίες έχουν σταθερά υψηλή πίεση, προς τη ζώνη του Ισημερινού, η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλές πιέσεις. Οι βόρειοι α. διακρίνονται από τους νότιους, προς τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”